- Γαλατικός
- Γαλατικόςmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαλατικός — ή, ό (AM γαλατικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Γαλάτες ή στη Γαλατία νεοελλ. φρ. «γαλατική ευγένεια ή λεπτότητα» κ.λπ. γαλλική ευγένεια, τρόποι που αρμόζουν στην κομψότητα τών Γάλλων … Dictionary of Greek
αλέκτωρ γαλατικός — Εθνικό έμβλημα των Γάλλων, το οποίο για πρώτη φορά χρησιμοποίησαν οι Γαλάτες. Αργότερα εμφανίστηκε σε διάφορα οικόσημα. Ως εθνικό έμβλημα χρησιμοποιήθηκε κατά τη Γαλλική επανάσταση, ενώ στην επανάσταση του 1830 αντικατέστησε το άνθος του κρίνου,… … Dictionary of Greek
Γαλατικά — Γαλατικός neut nom/voc/acc pl Γαλατικά̱ , Γαλατικός fem nom/voc/acc dual Γαλατικά̱ , Γαλατικός fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλατικῶν — Γαλατικός fem gen pl Γαλατικός masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλατικόν — Γαλατικός masc acc sg Γαλατικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλατικαί — Γαλατικός fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλατικοῖς — Γαλατικός masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλατικοῦ — Γαλατικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλατικούς — Γαλατικός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γαλατικῆς — Γαλατικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)